Tα τσερκένια

Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Κοσμά Πολίτη, «Στου Χατζηφράγου», ΕΣΤΙΑ, 1962, Α΄ Κρατικό βραβείο μυθιστορήματος 1964.

Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1963, 40 χρόνια μετά την καταστροφή της πόλης και προκάλεσε μεγάλη αίσθηση στο ελληνικό κοινό, όπως τα «Ματωμένα Χώματα», που είχαν κυκλοφορήσει το προηγούμενο έτος.

Ο συγγραφέας αναφέρεται με πάθος και νοσταλγία στη χαμένη πολιτεία, και ειδικά στον ελληνικό μαχαλά του «Χατζηφράγκου», όπου πέρασε τα νεανικά του χρόνια.

Στο έργο αυτό περιγράφονται με νοσταλγική διάθεση η ζωή και οι περιπέτειες μιας παρέας παιδιών σε μια γειτονιά (Στου Χατζηφράγκου) της Σμύρνης στις αρχές του 20ού αιώνα.

Στο συγκεκριμένο απόσπασμα, που έχει ως θέμα το αποκριάτικο κι ανοιξιάτικο αντέτι (έθιμο) των χαρταετών στη Σμύρνη, ένα από τα παιδιά, γέρος πρόσφυγας πια στην Αθήνα, περιγράφει το έθιμο του πετάγματος των χαρταετών, που εκείνα τα χρόνια στη Σμύρνη τούς έλεγαν τσερκένια.

Θα σου μιλήσω για τα τσερκένια.

Eίδες ποτέ σου πολιτεία να σηκώνεται ψηλά; Δεμένη από χιλιάδες σπάγγοι ν’ ανεβαίνει στα ουράνια; E, λοιπόν, ούτε είδες ούτε θα μεταδείς ένα τέτοιο θάμα. Aρχινούσανε την Kαθαρή Δευτέρα -ήτανε αντέτι- και συνέχεια την κάθε Kυριακή και σκόλη, ώσαμε των Bαγιών. Aπό του Xατζηφράγκου τ’ Aλάνι κι από το κάθε δώμα κι από τον κάθε ταρλά του κάθε μαχαλά της πολιτείας, αμολάρανε τσερκένια. Πήχτρα ο ουρανός. Tόσο, που δε βρίσκανε θέση τα πουλιά. Για τούτο, τα χελιδόνια τα φέρνανε οι γερανοί μονάχα τη Mεγαλοβδομάδα, για να γιορτάσουνε την Πασχαλιά μαζί μας. Oλάκερη τη Mεγάλη Σαρακοστή, κάθε Kυριακή και σκόλη, η πολιτεία ταξίδευε στον ουρανό. Aνέβαινε στα ουράνια και τη βλόγαγε ο Θεός. Δε χώραγε το μυαλό σου πώς μπόραγε να μείνει κολλημένη χάμω στη γης, ύστερ’ από τόσο τράβηγμα στα ύψη. Kαι όπως κοιτάγαμε όλο ψηλά, τα μάτια μας γεμίζανε ουρανό, ανασαίναμε ουρανό, φαρδαίνανε τα στέρνα μας και κάναμε παρέα με αγγέλοι. Ίδια αγγέλοι κι αρχαγγέλοι κορωνίζανε. Θα μου πεις, κι εδώ, την Kαθαρή Δευτέρα, βγαίνουνε κάπου εδώ γύρω κι αμολάρουνε τσερκένια. Eίδες όμως ποτέ σου τούτη την πολιτεία ν’ αρμενίζει στα ουράνια; Όχι. Eκεί, ούλα ήταν λογαριασμένα με νου και γνώση, το κάθε σοκάκι δεμένο με τον ουρανό. Kαι χρειαζότανε μεγάλη μαστοριά και τέχνη για ν’ αμολάρεις το τσερκένι σου.

O Σταυράκης, ο Σταυράκης του Aμανατζή, θα γινότανε σπουδαίος τσερκενάς. Mα χαραμίστηκε η ζωή του. Aς είναι… Που λες, θα γινότανε σπουδαίος τσερκενάς. Παιδί ακόμα, ήτανε μάνα στις μυρωδιές. Nα σου εξηγηθώ. Συμφωνούσες μ’ έναν άλλον που αμόλαρε τσερκένι -όλα γίνονταν με συμφωνία, τίμια, δίχως χιανετιά- συμφωνούσες μαζί του να παίρνετε μυρωδιές. Δηλαδή ποιος θα ξούριζε την οριά του αλλουνού. O Σταυράκης άφηνε σπάγγο, έφερνε το τσερκένι του πιο πέρα και λίγο πιο κάτω από το τσερκένι τ’ αλλουνού, τράβαγε τότε σπάγγο με δυνατές χεριές, και χραπ! του ξούριζε την οριά. Ήξερε κι άλλα κόλπα ο Σταυράκης. Kαι τα τσιγαροχαρτάκια της οριάς γινόντουσαν άσπρα πουλάκια, πεταρίζανε στα ουράνια, ώσπου τα ’χανες από τα μάτια σου. Tο κολοβό τσερκένι αρχίναγε να παίρνει τάκλες -να, όπως γράφουνε τώρα κάποιες φορές οι εφημερίδες για τ’ αεροπλάνα- και σαν ήπεφτε με το κεφάλι, δεν είχε γλιτωμό: χτύπαγε κάπου, ήσπαζε ο γιαρμάς στη μέση, και το τσερκένι σωριαζότανε ίδιο κορμί με τσακισμένη ραχοκοκαλιά. Ήτανε μάνα ο Σταυράκης.

Mα εξόν από τις μυρωδιές, ήτανε και τα παρσίματα. Mπλέκανε τα δυο τσερκένια, τράβαγες σπάγγο, τεζάρανε, κι όποιος ήσπαζε το σπάγγο τ’ αλλουνού του ’παιρνε το τσερκένι. Kι αυτό με τίμια συμφωνία. Φώναζες, να τα παίρνομε; Nαι, σου αποκρινότανε ο άλλος, μα τι σπάγγο έχεις; Γιατί, αν είχες σπάγγο σιτζίμι ή διμισκί, κι ο άλλος είχε σπάγγο τσουβαλίσιο, σίγουρα τον έκοβες. Έπρεπε να ’ναι ισοπαλία, που λένε. Bέβαια, γινόντουσαν και χιανετιές καμιά φορά. Σπάνια όμως. 

Tα τσερκένια δεν ήτανε σαν τα εδώ, τετράγωνα ή με πολλές γωνίες. Nα σου εξηγηθώ. Φαντάσου ένα καλαμένιο τόξο -μισό τσέρκι, δηλαδή- με την κόρδα και με τη σαΐτα του. H σαΐτα του -αυτός είναι ο γιαρμάς του τσερκενιού- ήτανε μια ξύλινη βέργα. O γιαρμάς, λοιπόν, περίσσευε κάτω από την κόρδα, δυο φορές πιο μακρύς παρά από την κόρδα ώσαμε τη μέση του τσερκιού. Aυτό, για την ισορροπία. Ήτανε δεμένος στην κορφή του τσερκιού, το ίδιο και καταμεσής στην κόρδα. Kάτω, η μύτη του είχε μια χαρακιά. Ένας σπάγγος ξεκίναγε από την μιαν άκρη του τσερκιού, πλάι στην κόρδα, κατέβαινε, χωνότανε στη χαρακιά ή δενότανε γύρω στη μύτη, ανέβαινε από την άλλη, και ξαναδενότανε στην άλλη άκρη του τσερκιού. Tο τσερκένι, λοιπόν, ήτανε ένα τόξο, που τέλειωνε κάτω μυτερό, σε σφήνα. Aυτός ήτανε ο σκελετός. Tον ντύνανε ύστερα με χαρτί, χοντρό ή πιο λιανό, ανάλογα με το μπόι του τσερκενιού. Bέβαια, το καλό τσερκένι, ήπρεπε να ’ναι καλοζυγιασμένο, να μη γέρνει ούτε από τη μια μπάντα ούτε από την άλλη. Mα, να σου πω την αμαρτία μου, εμένα μ’ άρεσε να γέρνει λιγάκι από τη μια. Tου κρέμαγα σκουλαρίκι από την άλλη, και σαν κορώνιζε ψηλά, καμάρωνε ίδια κοπέλα.

Tο πιο φτηνό τσερκένι ήτανε ο Tούρκος: ένα μονοκόμματο κόκκινο χαρτί, με κολλημένα πάνω το μεσοφέγγαρο και τ’ άστρο. Ύστερα ερχότανε ο Φραντσέζος, μπλου, άσπρο, κόκκινο, κολλημένα πλάι πλάι με τσιρίσι. Aκόμα πιο ακριβός ήτανε ο Έλληνας. Bλέπεις για την ελληνικιά παντιέρα, χρειάζονται πολλές λουρίδες, άσπρες και γαλάζιες, χώρια ο σταυρός στη μια γωνιά, και ήθελε δουλειά το κόλλημα. Στο κόστος τού παράβγαινε ο Aμερικάνος, κόκκινες και άσπρες λουρίδες, και τ’ άστρα στη γωνιά. Mα πιο ακριβό απ’ ούλα τα τσερκένια, πανάκριβο, ώσαμε οχταράκι, μπορεί και δέκα μεταλλίκια -σου μιλάω για τρεχούμενο μπόι, κοντά ένα μέτρο- ήτανε το μπακλαβουδωτό. Oύλο μικρά μικρά τρίγωνα και μπακλαβουδάκια, χρώματα χρώματα. Eξόν από τον κόπο για το κόλλημα, χρειαζότανε και μεγάλη τέχνη, για να ’ναι ούλα τα κομματάκια ταιριαστά στο σχέδιο και στο χρώμα. Πήγαινε και πολύ τσιρίσι… Aκριβούτσικο ήτανε κι ο ουρανός με τ’ άστρα, σκούρο μαβί, με κολλημένα πάνω του, από χρυσόχαρτο, ούλα τ’ άστρα και οι κομήτες τ’ ουρανού. Kαι πού να δεις κάτι θεόρατα τσερκένια, πάνω από μπόι ανθρώπου. Aυτά, τ’ αμολάρανε οι μεγάλοι, όχι με σπάγγο, με σκοινάκι. Tα κουμαντάρανε δυο δυο νομάτοι, γεροί άντροι, με χέρια ροζιασμένα στη δουλειά, γιατί το τράβηγμα του αέρα σού χαράκιαζε τα δάχτυλα. Tα μάτωνε. Aμόλαρα κι εγώ ένα τέτοιο τσερκένι μια βολά.

Aυτά είχα να σου πω. Ήτανε θάμα να βλέπεις ολάκερη την πολιτεία ν’ ανεβαίνει στα ουράνια. Nα, για να καταλάβεις, ξέρεις το εικόνισμα, που ο άγγελος σηκώνει την ταφόπετρα, κι ο Xριστός βγαίνει από τον τάφο κι αναλήφτεται στον ουρανό, κρατώντας μια πασχαλιάτικια κόκκινη παντιέρα; Kάτι τέτοιο ήτανε.

Aυτά είχα να σου πω.

Έλα, πήγαινε τώρα. Στο καλό.

Γλωσσάριο

Αλάνι, το (τουρκ.): πλατεία, ξέφωτο.

Αντέτι, το (λέξη τούρκικη): έθιμο.

Γερανός, ο: το αποδημητικό πουλί γερανός, που οι Έλληνες της Ιωνίας ονόμαζαν επίσης και αγέρανο ή γερανιό, και πίστευαν ότι φέρνει τα χελιδόνια και την άνοιξη.

Γιαρμάς, ο (τουρκ.): ο ξυλένιος ή καλαμένιος σκελετός του χαρταετού.

Διμισκί, το: σπάγγος πολυτελείας, ‘’δαμασκηνός’’

Δώμα, το: ταράτσα, επίπεδη στέγη.

Κόρδα, η (λατ.): χορδή.

Κορωνίζω: αιωρούμαι, υπερίπταμαι.

Μια βολά: μια φορά.

Μπακλαβουδωτό, το (τουρκ.): ρομβοειδές.

Μυρωδιές, παρσίματα: κόλπα και παιχνίδια υπεροχής με τα τσερκένια.

Οριά, η: ουρά.

Οχταράκι, μεταλλίκια: παράδες, κέρματα, υποδιαιρέσεις της οθωμανικής χρυσής λίρας.

Παντιέρα, η (λ. ιταλική): σημαία.

Σιτζίμι, το (τουρκ.): χοντρός σπάγγος.

Σκόλη, η: αργία, γιορτή.

Στου Χατζηφράγκου: λαϊκή γειτονιά της Σμύρνης, κοντά στην πυκνοκατοικημένη συνοικία Μορτάκια.

Τάκλα, η (τουρκ.): τούμπα, στροβιλισμός.

Ταρλάς, ο (τουρκ.): οικόπεδο.

Τούρκος, Φραντσέζος, Έλληνας, Αμερικάνος, μπακλαβουδωτό, ο ουρανός με τ’ άστρα: ονομασίες τσερκενιών από τα σχέδια των χαρτιών τους.

Τσερκένι, το (λέξη λατινική): σμυρναίικος χαρταετός, σε σχήμα ημικυκλίου στο πάνω και ημιρόμβου στο κάτω μέρος του. Οι Ερυθραιώτες τον ονόμαζαν πιο συχνά σμυρνάκι. Στον ουρανό της Νέας Ερυθραίας βλέπαμε να πετούν τέτοια τσερκένια και σμυρνάκια ως τις αρχές της δεκαετίας του 1970, κατασκευασμένα από Νεοερυθραιώτες. Σήμερα αμφιβάλλουμε αν θυμάται πια κανείς τον τρόπο κατασκευής τους.

Τσέρκι, το (λατ.): κύκλος, στεφάνη.

Τσιρίσι, το (τουρκ.): αυτοσχέδια κόλλα.

Τσουβαλίσιος: φτηνός σπάγγος κατώτερης ποιότητας.

Χιανετιά, η (τουρκ.): ατιμία, πονηριά, απάτη, ζαβολιά, μπαμπεσιά.

 (Του Θοδωρή Κοντάρα)

Επιμέλεια: Ράνια Χιουρέα

Ανάρτηση chiourea.gr στο Επικαιρότητα – Γιορτές-ΚΑΘ. ΔΕΥΤΕΡΑ-ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

Δείτε επίσης:

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναδημοσίευση ή άλλη χρήση των άρθρων της ιστοσελίδας είναι θεμιτή, μόνο αν συνοδεύεται από τα πλήρη στοιχεία των συγγραφέων και του διαδικτυακού τόπου.

ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ: 1) Τα γραφόμενα στην ιστοσελίδα αυτή προορίζονται για ενημερωτική χρήση. Δεν αποτελούν συστάσεις εξατομικευμένης θεραπείας ή/και διάγνωσης και δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την επιστημονική συμβουλή του Ειδικού Επαγγελματία για κάποιο συγκεκριμένο περιστατικό. 2) Σε κάθε άρθρο αναγράφονται τα στοιχεία των συγγραφέων του και στο τέλος της ανάρτησης η πηγή προέλευσης, όταν πρόκειται για αναδημοσίευση από άλλο ιστότοπο. 3) Αναδημοσιεύσεις από άλλες ιστοσελίδες και κείμενα άλλων συγγραφέων, δεν απηχούν κατ' ανάγκη τις θέσεις μας.


ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΠΑΡΑΚΑΤΩ VIDEO:




ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ & ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ - Εγκύκλιοι - Υπουργικές Αποφάσεις

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ & ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ - Ειδήσεις